σφιγγώδης

σφιγγώδης
-ες, Ν
1. αυτός που μοιάζει με τη Σφίγγα
2. μτφ. μυστηριώδης, αινιγματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σφίγγα. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”